- μαλλίον
- μαλλίον, τὸ (AM, Μ και [ὁ]μαλλί[ν])βλ. μαλλί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μάλλιον — Μάλλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλιον — (I) μάλιον, τὸ (AM,Μ και μάλιν) μσν. ακατέργαστο μαλλί αρχ. κοτσίδα, βόστρυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. μάλιον (αντί μάλλιον) < μαλλός]. (II) μάλιον (Α) επίρρ. ιων. τ. βλ. μάλλον … Dictionary of Greek
μάλλιος — (Μ μάλλιος και μάλλιο και μάλλιον) επίρρ. 1. μάλλον, περισσότερο 2. καλύτερα, σωστότερα 3. αντιθέτως («λύπηση το βασιλιό να χει κιαμιά δεν είδα, μάλλιος το θρόνον τ άφηκε, κ εκ τη χαράν τ επήδα», Ερωφ.) 4. επί πλέον, ακόμη και («τη συντροφιά σου… … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek